επισήμασμα — το, ατος 1. το επίσημα (βλ. λ.). 2. σφραγίδα με παραστάσεις ή αριθμούς, που εκτυπώνεται λιθογραφικά ή τυπογραφικά σε γραμματόσημα που ήδη κυκλοφορούν, με σκοπό τη μεταβολή της χρήσης ή της αξίας τους ή της ονομασίας του κράτους ή την ανάμνηση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανόσημο — το συγκεκριμένο και καθορισμένο από πριν επισήμασμα που μπαίνει αντί για γραμματόσημο σε επιστολές με μηχανές προπληρωμής ταχυδρομικού τέλους, οι οποίες, με την άδεια τών Ταχυδρομείων, χρησιμοποιούνται από διάφορες μεγάλες εταιρείες, τράπεζες και … Dictionary of Greek
επισημαίνω — επισήμανα, επισημάνθηκα, επισημασμένος, μτβ. 1. βάζω σήμα σε κάποιο αντικείμενο για αναγνώρισή του, σημαδεύω, σφραγίζω, μαρκάρω. 2. σημειώνω θέση με σημαντήρα (πάσσαλο, ακόντιο κ.ά.) ή καθορίζω αντικείμενο (δέντρο, λόφο, βράχο κτλ.) ως σημείο για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)